αεροσυνοδός

αεροσυνοδός
η
η γυναίκα που συνοδεύει τα πολιτικά αεροπλάνα και προσφέρει τις υπηρεσίες της στους επιβάτες: Η αεροσυνοδός εξήγησε στους επιβάτες τη χρήση της ζώνης ασφαλείας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αεροσυνοδός — ο, η υπάλληλος αεροπορικής εταιρείας που εξυπηρετεί τους επιβάτες μέσα στο αεροπλάνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”